λοιπαδάριον

λοιπαδάριον
λοιπαδάριον, τὸ (AM)
υποκορ. τού λοιπάς*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λοιπαδάριον — neut nom/voc/acc sg λοιπαδάριος one who is in arrear with taxes masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιπάς — λοιπάς, άδος, ἡ (ΑM) έλλειμμα οφειλής μετά την πληρωμή τού μεγαλύτερου ποσού, υπόλοιπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοιπός. ΠΑΡ. αρχ. λοιπάδιος αρχ. μσν. λοιπαδάριον, λοιπάζω. ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. λοιπογραφώ. (Β συνθετικό) αρχ. υπολοιπάς] …   Dictionary of Greek

  • λοιπαδάριος — λοιπαδάριος, ὁ (Μ) [λοιπαδάριον] αυτός που καθυστερεί την πληρωμή τών φόρων τους οποίους οφείλει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”